I.
Στις οριακές στιγμές της άλωσης,
Ο ποιητής ψάχνει αμήχανα τις πρόκες
του κορμιού του.
Οξειδωμένο το πανί που πρόβαρε πριν
φύγει. Είναι η δεύτερη φορά που
κόβεται ο λώρος και το κορμί
ισορροπεί ακρόπρωρο στο σύμπαν.
Κυριαρχούν οι δαίμονες μέχρι π’ανοίγει
το μαυροσύννεφο
κι ο Άι Γιώργης καλπάζει ελεύθερος
κι ο δράκος λαμπαδιάζει
σε δάση με λεύκες.
Σημείωση ενδέκατη
Τη φίλησε
όπως οι άγγελοι στο στέρνο
κι αυτή πέταξε αργά στο πέλαγος
έγινε Σκόπελος, Ίος, Εύβοια
καθώς το σώμα της
σκέπαζε η αρχαία μεσόγειος
της Κρήτης.
VI.
Καθώς το όστρακο έφεραν
Στους ώμους τους οι ιερείς,
λίγα σημάδια θύμιζαν
τις θάλασσες που πέρασε
-το θέρος των αγίων-
τους ουρανούς που χόρτασε
με το δεξί του μάτι,
την άργιλο που έσπειρε
στις κόρες των πορνείων.
Καθώς το όστρακο έφτασε
στις κοίτες με τα κρίνα
σμήνη τα όρνεα όρμησαν
και έφαγαν το πρόσωπο
που θύμιζε σελήνη.
Όταν το σώμα έμεινε
ακίνητο στους λόφους
οι γυιοί του επλησίασαν
το σκέπασαν με στάχτη.
Η διαθήκη / φύλλο πρώτο
Δεν έχουμε τίποτα
πουλήσαμε και το νερό,
νομάδες στην ιλύ της νήσου Μήλος,
Μας εγκατέλειψαν τα παιδιά.
Μας περονιάζει η φωτιά
και ο καημός
για τα σπασμένα βράχια του Ευξείνου.
Τους αναστεναγμούς της θάλασσας
ακούει μόνο ο εσταυρωμένος.
Ο άνεμος σκορπίζει στις ακτές
προγόνων τα κειμήλια.
Χαρτιά που ο ήλιος εφρυγάνισε
ξεκόλλησαν
τα σωθικά του σύμπαντος.
Η πόλις απειλείται
το φως κρημνίζεται σε σήραγγες
ανδρειωμένων οπλιτών.
Η πόλις απειλείται
τις προγραφές εμπέδωσαν
οι συγγενείς
ευνοουμένων ποιητών.
Η πόλις απειλείται
τα ανοίγματα στο έδαφος
θυμίζουν την ισχύ μας.
Το καφενείο του Αρμένη
Στον Α.Μ.
Το μεγάλο υπόστεγο προς τη μεριά του λιμανιού
κράταγε τα νερά της βροχής
και το καφενείο του Αρμένη.
Άλλοτε κρατούσε ένα απόσπασμα χωροφυλακών,
δύο-τρεις νταβατζήδες και την Ελένη.
Δυο λευκές μπακέτες
από τη συμφωνική της Σμύρνης ήταν
τα πόδια της.
Ο κόρφος της,
ο κόρφος της Ελένης, μύριζε βότανα καθώς φύτευε
στο αυλάκι του
βασιλικό, μέντα, δυόσμο και τις γιορτινές μέρες
ένα αγριοτριαντάφυλλο.
Στου Αρμένη, όλα τα σπόρια των καρπών της
Σαλονίκης
έκλειναν δουλειές για μπάρκα, γυναίκες, χασίσι
και μετανάστες.
Εκεί ο Ιάσονας, γιατρός από την Τασκένδη,
με το ξύλινο κουτί να παίζει Τσαϊκόφσκυ∙
σ’ αυτούς που ‘χασαν την πατρίδα,
σ’ αυτούς που τη βρήκαν ξένη.
Τα βαπόρια έφερναν και έπαιρναν ψυχές,
χειμώνα-καλοκαίρι, μέρα-νύχτα.
Κάθε πρωί ο Ιάσονας άνοιγε το ξύλινο κουτί,
φόραγε το ακορντεόν και έπαιζε τον Εθνικό Ύμνο,
για να τον μαθαίνουν τα παιδιά
που μάζευε ο Αρμένης.
Τα βαπόρια έφερναν και έπαιρναν ψυχές
στο μεγάλο υπόστεγο,
προς τη μεριά του λιμανιού.
Ή αγγελία
Μαύρα πουλιά
καί πυρκαγιές πρωτόγονες
στην άτρακτο της πόλης.
Ξεράθηκαν οι ποταμοί,
τα σπλάχνα τους ρετσίνια.
Ή αγγελία τ’ Άρχοντα:
Των νεωκόρων τα παιδιά
να σφαγιάσουν οι προύχοντες
στο ξεραμένο δάσος.
'H κατάρα έπιασε.
"Όλα
αηδόνια έγιναν,
τα πρωινά του έαρος
στα ξώθυρα της εκκλησιάς,
συγχώρεση εμοίραζαν
και δυο σταγόνες ξίδι.
Σελ. 100
Με τον τρόπο του ποιητή
Στα όρη του καλοκαιριού
που οι έρωτες τυλίγονται βροχές
και αρώματα κανέλας,
αρμάτωσα Σπετσιώτικο σκαρί
για πλόες Μεσόγειους
τριγύρω στο κορμί σου
Δραπέτης Χρόνος
Είχε προχωρήσει για τα καλά ο αιώνας.
Σ’ ένα µεγάλο µπόγο
όλα τα ασηµικά της φάρας του Γιαννούλη Χαλεπά,
µε µια αλλαξιά εσώρουχα του στρατηγού της επανάστασης,
Ιωάννη Ρούκη εξ Ευβοίας
και
τις επτά ταριχεύσεις του Εγώ,
διπλοραµµένες σε µια φόδρα του ταγέρ της Μαντούς Μαυρογένους.
Έτσι φορτωµένοι, περάσαµε τη Γέφυρα του Ευρίπου, µε χιλιάδες κλουβιά ωδικών να γεµίζουν
πούπουλα µε χρώµατα τις όχθες του µοιραίου τραβήξαµε κατά την άβυσσο των σιωπηλών λιµένων της πόλεως του Ανακρέοντος.
Κατέβασμα βιβλίου σε μορφή pdf
Της Αγάπης
Αιώνες που αρχίζει το τραγούδι
η σελήνη, στον ασβέστη της μάντρας,
το στήθος σου πυργώνει
ανδαλουσιανή αλατόπετρα,
σε όσους στέγνωναν κοιτώνες,
η λεβάντα, το θυμάρι, τα άγρια άνθη
του φασκόμηλου,
απ’ τις ομόκεντρες
αντηλιές μας στη νήσο Σύμη.
Συμφωνήσανε το φως,
συμφώνησαν το αλάτι,
συμφωνήσαν το φεγγάρι,
να κατηφορίζει στις μηλιές,
να κρύβεται στο φύλλωμα
να γίνεται ώριμος καρπός.
Συμφωνήσανε να ορίσουν τους καραβομαραγκούς
για να πετσώσουν το σκαρί της κιβωτού.
Να στέψουν συμφώνησαν
τον πλοίαρχο, τους ναύτες και το πλήρωμα
του νέου κατακλυσμού.
Οι μοίρες μας, αλίμονο
τα συμφωνήσανε πολλά.
Εμείς όμως
δίχως υπογραφές
χωρίς συμβόλαια και συμβολαιογράφους,
ν ‘ αγαπηθούμε πέπρωται.
κατέβασμα βιβλίου σε μορφή pdf
Βολεύτηκαν στους χρόνους της φυγής με λιγοστά εφόδια για τις άγουρες πατρίδες. Μόνο το ξύλο της σκεπής κρύψανε στις τσέπες. Να βλέπουν στα όνειρα τους τις γειτονιές που έχασαν και τους γονείς που ρήμαξαν. "Φιλό-ξενος Πόλις" 2010. Ποίηση: Αντώνης Δ. Σκιαθάς. Φωτογραφία: Άρτεμις Σκούλικα.
Όποια σκιά και αν του χάρισαν, αυτός γνωρίζει τους χρησμούς του ήλιου και της σελήνης. Καμαρώνει άνδρας Αχαιός, που έχασε στην Τροία! "Φιλό-ξενος Πόλις" 2010. Ποίηση: Αντώνης Δ. Σκιαθάς. Φωτογραφία: Άρτεμις Σκούλικα.
Νεράϊδα
Το πρόσωπο της έχει την αρμονία της αυγής κι ας είναι ακόμα νύχτα. Μα το κορμί της ανθάκι γιασεμιού ανηφορίζει, σε μια ξεφτισμένη μάντρα μ' αρώματα που φτιάχνουν κόσμους καινούργιους κόσμους στις αντάρτες του πελάγους. "Φιλό-ξενος Πόλις" 2010. Ποίηση: Αντώνης Δ. Σκιαθάς. Φωτογραφία: Άρτεμις Σκούλικα. *Παραλλαγή