XXI
Oι σπόνδυλοι του ποιητή
υψώθηκαν άστρα
στου έαρος τις νύχτες.
Σελ.33
XXVII
Τις Κυριακές τα πρωινά
οι κήποι μας γεμίζουνε
αγγεία που αναδύουνε λιβάνι
του Αγίου ‘Όρους.
Ή ραψωδία των Θεών τελείωσε πριν λίγο
κι ό νυμφίος
δώρισε εκατομμύρια σκιές να ζούμε με το
φόβο.
Οι νεοκόροι
κρέμασαν τους άπιστους
ως λάφυρα στους τοίχους.
Σελ.39
III
Ή μοναξιά θανάτωσε
τα πάντα στον πλανήτη,
τις θάλασσες ερήμωσε,
ορφάνεψε τις πόλεις
και τα πουλιά μάς κύκλωσαν
με ράμφη σαν μαχαίρια.
Λίγα λεπτά είναι αρκετά
να μας θερίσουν όλους.
Οι ιαχές των προεστών
γιγάντωσαν στο έλος
και οι σκορπιοί στα χώματα
κεντούσαν τις κορδέλες,
καθώς νεκροί επέφταμε
ο Ζέφυρος απίθωσε
στην κόμη μας
τα άστρα.
Σελ.48
III
Μας πολιόρκησε το φως
στα ξηροπήγαδα της Μάνης.
"Όταν
το φως κοκκάλωσε γύρω στο μεσημέρι,
οι παραλοϊσμένοι
χύμηξαν στα βουλιαγμένα σπήλαια
να βρουν
λύχνους, μαλάματα, το στράτευμα
με τ’ αργυρά κανόνια.
Μες στα ναυάγια υποταγμένα
τα κουπιά,
στα ασπρόρουχα απέμειναν
οστά και αστερίες.
H θάλασσα π’ αγάπησες
εσύλησε τις άγκυρες
που έφερναν τον πλούτο.
Σελ.59
V
Φυραίνει, ά τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί.
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Μας αλυχτάνε τα σκυλιά
καθώς
στις όχθες τ’ ούρανοϋ
ένα δρεπάνι ύπέρπυρο σαπίζει
το φεγγάρι.
Τά γύρω δένδρα κρύβανε τα λείψανα
της μέρας.
Ό λιόκαμπος ωρίμασε στη λαξευμένη νύχτα.
’Ώ άρχοντα Γαβριήλ
στο αθωωμένο μας κορμί
έδώρισες το θρήνο του ωκεανού
καί τά πανιά π’ αρμένισαν τους κόλπους
του Γυθείου!
Ή συμμετρία έσπασε.
Λίγα δελφίνια της Ήούς
και μια σπηλιά με όρνιθες
στο ακρωτήρι Ταίναρο
εξέβρασαν τα κύματα
τ’ αγίνωτου πελάγους.
Σελ.61
To ζώδιο του οδοιπόρου
Στο σώμα της νύχτας
λάμνει ακρόπρωρο,
ή εφηβη σελήνη.
Τα δυο κορμιά
κιθάρα και βιολί
τεντώνονται.
Σε λίγο θε νά σπάσουν.
"Ολα τα σώματα χορδίζονται,
μα ελάχιστα τολμούν να σπάσουν.
Σελ.95
Η κατάρα του πλήθους
«Μια μέρα οι θάλασσες
αυτές θα εκδικηθούνε».
ΘΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Την ώρα π’ ασπρίζουν τα πουλιά
στο πρωινό τους πέταγμα
ανακαλύπτω το Θεό
να νίβεται στη θάλασσα
κι αύτη να γαληνεύει.
Ή πολιτεία έρημη.
Στους οίκους τους μισότρελοι οι αλιείς
τα σωθικά της φόνισσας
έδάμασαν σε χωματένια σκεύη.
Απλώνουν γαλάζιο στα σπαρτά
μην τύχει και την χάσουν,
μα τα πουλιά μπερδεύονται
και πνίγονται στον κάμπο.
”Όσα φτερά κι αν φόρεσα
γεράκι δεν υψώθηκα
στου όρους τη Μαγεία.
σελ.96
Ή αγγελία
Μαύρα πουλιά
καί πυρκαγιές πρωτόγονες
στην άτρακτο της πόλης.
Ξεράθηκαν οι ποταμοί,
τα σπλάχνα τους ρετσίνια.
Ή αγγελία τ’ Άρχοντα:
Των νεωκόρων τα παιδιά
να σφαγιάσουν οι προύχοντες
στο ξεραμένο δάσος.
'H κατάρα έπιασε.
"Όλα
αηδόνια έγιναν,
τα πρωινά του έαρος
στα ξώθυρα της εκκλησιάς,
συγχώρεση εμοίραζαν
και δυο σταγόνες ξίδι.
Σελ. 100
Ό οδοιπόρος έφιππος επιθεωρεί την πόλη
Στην πολιτεία των σεισμών
ζεύγος αηδόνια εκούρνιασαν
στα είδωλα νεόνυμφων
χρησμούς
ν’ απαγγείλουν.
"Όταν τους πήραν τα νερά
τα νυφικά
ανέμιζαν στων βαποριών τις ώχρες.
Ευνούχοι θαλασσόπλυναν
τους σκελετούς
να ασπρίσουν.
Ή Κυριακή ωρίμασε.
Στον σπάγγο της
ξεράθηκε το φως της εφηβείας.
Το ξύλο τους σαβάνωσαν οι Αχαιοί τους φίλοι.
Τα κάλλη τους
θα τα χαράξει ό ’Άριστος
με τη γραφή της Κρήτης.
Στην πολιτεία των σεισμών
τα ίχνη μας οι συμμορίες σβήνουν.
Τόσες χιλιάδες χρόνια
τόσες χιλιάδες σώματα και ή σκόνη τους,
ένα σακί χοντροκομμένο στάρι.
Σελ.110
III
"Όταν σε φτάσει ό χάροντας
να του γελάσεις δυνατά.
Λεβέντικα
στα χέρια του απόθεσε
μια δέσμη με κυκλάμινα
και το κερί της σφράγισης
του δώματος των κρίνων.
Μη φοβηθείς,
την υλη σου θα πάρουν τα πουλιά.
Στις ξόβεργες που πιάστηκες
μεταξωτές κλωστές
θα μείνουνε
και τ’ άγκιστρα
που έστησε ή συμμαχία του Θεού
με τα παιδιά του ανέμου.
Οι τυχεροί έχουν Θεό,
να τους φυλάει τα βράδια.
Σελ.123
Ή διαθήκη / φύλλο πρώτο
Δεν έχουμε τίποτα
πουλήσαμε και το νερό,
νομάδες στην ιλύ της νήσου Μήλος.
Μάς εγκατέλειψαν τα παιδιά.
Μάς περονιάζει ή φωτιά
και ό καημός
για τα σπασμένα βράχια του Εύξείνου.
Τους αναστεναγμούς της θάλασσας
ακούει μόνο ό έσταυρωμένος.
Ό άνεμος σκορπίζει στις ακτές
προγόνων τα κειμήλια.
Χαρτιά που ό ήλιος έφρυγάνισε
ξεκόλλησαν
τα σωθικά του σύμπαντος.
Ή πόλις απειλείται
το φως κρημνίζεται σε σήραγγες
ανδρειωμένων οπλιτών.
Ή πόλις απειλείται
τις προγραφές εμπέδωσαν
οι συγγενείς
ευνοουμένων ποιητών.
H πόλις απειλείται
τα ανοίγματα στο έδαφος
θυμίζουν την ισχύ μας.
Σελ.129
Ή μοτοσυκλέτα
Στον Δ. Σ.
Λύτη τη φορά, τη βρήκα χωρίς καλάθι, το δέρμα της
σέλας σχεδόν λιωμένο,
τα ελατήρια ήδη είχαν αρχίσει να δείχνουν
τις δεκαετίες της εγκατάλειψης.
Το φανάρι, σπασμένο από τότε, φιλοξενούσε
τα φύλλα που έφερνε το αγιάζι,
στη θέση του μπροστινού λάστιχου
δυο τσιμεντόλιθοι στήριζαν
το σακάτικο κορμί της.
Το δαιμονισμένο μοτέρ σάπιζε, παρόλο το μουσαμά
που το είχε τυλίξει ό ενωμοτάρχης.
Ό Αλέξανδρος Καπόπουλος την ήθελε
ως απόδειξη της ύπαρξής του.
Κάθε Κυριακή τη σαπούνιζε, τη λάδωνε και πίσω
στο καλάθι κρέμαγε μια μικρή γαλανόλευκη
όπως στις επετείους.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας
είχε υπηρεσία μπροστά στο υπόγειο
του Τετάρτου Αστυνομικού Τμήματος.
Αυτός μάρσαρε ή την άφηνε να δουλεύει
στο ρελαντί, και οι συνάδελφοί του
ανέκριναν τους παραβάτες της συνοικίας,
στο υπόγειο.
Ό στόχος της οργάνωσης ποτέ δεν επετεύχθη.
’Όχι γιατί δεν βρέθηκε ένα μπιτόνι βενζίνη
και ένα κουτί σπίρτα,
αλλά γιατί η μεγαλύτερη αντιστασιακή πράξη
της γειτονιάς καρφώθηκε στον ενωμοτάρχη.
Αύτη τη φορά την άφησα χωρίς μοτέρ, το πήρα για
το μικρό προσωπικό μου μουσείο.
Ό Καπόπουλος από καιρό άφηνε το πεζοδρόμιο
χωρίς ασβέστη
και τους κατιφέδες στους γκαζοτενεκέδες
να ξεβλαστώνουν.
Το Αστυνομικό Τμήμα είχε μεταφερθεί
και το υπόγειο είχε γίνει κατοικία
Βαλκάνιων μεταναστών.
Την επόμενη φορά που θα τη συναντήσω,
προφασιζόμενος τις εκλογές,
ίσως να λείπει και αυτή.
Το ΗΡΩΟΝ
της συνοικίας κατεστραμμένο
και οι ήρωες
μετανάστες στις βόρειες συνοικίες της πόλης .
σελ. 151
Ό οδοιπόρος έφιππος επιθεωρεί την πόλη
Στην πολιτεία των σεισμών
ζεύγος αηδόνια εκούρνιασαν
στα είδωλα νεόνυμφων
χρησμούς
ν’ απαγγείλουν.
"Όταν τους πήραν τα νερά
τα νυφικά
ανέμιζαν στων βαποριών τις ώχρες.
Ευνούχοι θαλασσόπλυναν
τους σκελετούς
να ασπρίσουν.
Ή Κυριακή ωρίμασε.
Στον σπάγγο της
ξεράθηκε το φως της εφηβείας.
Το ξύλο τους σαβάνωσαν οι Αχαιοί τους φίλοι.
Τα κάλλη τους
θα τα χαράξει ό ’Άριστος
με τη γραφή της Κρήτης.
Στην πολιτεία των σεισμών
τα ίχνη μας οι συμμορίες σβήνουν.
Τόσες χιλιάδες χρόνια
τόσες χιλιάδες σώματα και ή σκόνη τους,
ένα σακί χοντροκομμένο στάρι.
Σελ.110
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit, sed do eiusmod tempor incididunt ut labore et dolore magna aliqua. Ut enim ad minim veniam, quis nostrud exercitation ullamco laboris nisi ut aliquip ex ea commodo consequat.
Χρησμοί της μνήμης του Ελεεινού της ποίησης
Α΄
Πηγαίνοντας προς τη βροχή,
ακούγονταν
ο ένας µετά τον άλλο
οι χρησµοί
της Ροδάνθης Σκεπαθιανού,
µητέρας
του τελευταίου ληστή
της πόλεως του Τολέδο.
πρώτος χρησµός µνηµόνευε διασυρµούς για το βασίλειο της λυπηµένης κόρης και της χαρούµενης µητέρας, τις νύχτες που είχε αξία
το φως του φεγγαριού στα ξοδεµένα νιάτα των νερών.
τελευταίος χρησµός, φρυκτωρία ξενιτιάς για τις µαύρες µέρες του καλοκαιριού, όπου στις πολιτείες των αµυήτων είχαν αξία µόνο οι ήχοι του διαβήτη.
Με τον τρόπο, λοιπόν, του ποιητή
Έκτορα Κακναβάτου
το θέρος γίνεται µαΐστρος
στον ασβεστόλιθο της πρώτης εφηβείας.
Β΄
Έκτοτε
το έθνος των τοκογλύφων, στα όρια της Τροίας,
δίπλα στις βροχερές αγορές
της µονής ∆αφνίου,
ακούει
χρησµούς ανούσιους,
χρησµούς τετελεσµένους.
Καθώς και τούτη
αλλά
και οι άλλες ζωές
προδοµένες είναι
και θα είναι
στα ίδια πάθη µας.
Το µόνο που πιθανόν ν’ αλλάζει
κάθε φορά
είναι η ταυτότητα της ψυχής
και το κορµί στη δύση του.
αγγελία δηλαδή για την ψυχολογία του έλυτου βίου του πατέρα.
Γ΄
Αγόρι µου,
του είπε τότε ο ασθενής πατέρας,
παίζοντας στη φυσαρµόνικα
ηδονικά του µέλλοντα θανάτου τις ζωές.
Εκείνα τα χρόνια οι αυλικοί
έβαζαν τα κοµµένα µέλη στ’ αλάτι,
γέµιζε ο κήπος κρεατόµυγες
και µύριζε αρρώστια το αρχονταρίκι
της µονής και οι ίσκιοι των καλογέρων καρφωµένοι σε χιόνι απάτητο.
Και ας µην είχε ξηµερώσει ακόµα.
Και ας µην είχε νοιώσει
ποτέ ο Κάλβος
τις άηχες νύχτες του Οµήρου
αλλά µόνο τις εύηχες µνήµες του ελεεινού ποιητή, πατέρα του και αδερφού του, ∆ιονυσίου Σολωµού.
Μονοσύλλαβο Ημερολόγιο
Μοναχός
σηκώθηκα αυτήν τη φορά
χωρίς την τριχιά στο λαιμό.
Αχάραγα στην πέργκολα του Αυγούστου
η άφιξη της μέγιστης απώλειας.
Σ’ αυτό το θέρος έπιασε από νωρίς
τ’ άνθη του νυχτολούλουδου να δένουν
σε κραυγές θεών.
Με αποχαιρετισμούς θρασείς
έρωτες κρυφούς,
με βρήκες, συμφιλίωση, στις κορυφές της μνήμης
γυναίκα πολυπόθητη να
το νέο σχέδιο της διαθήκης
καταχωρώ στο κάτεργο της μήτρας μου.
Με τον καιρό στη μονοσύλλαβη λιτότητα
των ημερολογίων οι εγγραφές,
για το μήκος του σχοινιού
το κόστος κι οι αντοχές του,
κάπως έτσι θα κριθούν
ως ανυπόστατοι οι θρήνοι των θεών.
Όμως τα ψιχουλάκια του ήλιου
ίσως δώσουν λύσεις
με μια βασιλική μεγαλοπρέπεια
στο αποκεφαλισμένο χάος
που στα όνειρά μου σέρνεται
πλανόδιον πωλών επί πιστώσει θέρος.
Ο δρόμος κουλουριάστηκε δεξιά, φίδι με την ουρά του να χάνεται στον κάμπο.
Φώτα πολλά, σήματα και ένα βενζινάδικο μας κόβουν τη θέα που είχαμε τότε από ψηλά.
Οπισθοχωρήσαμε, κατεβήκαμε παρέες-παρέες από την Αλβανική ενδοχώρα. ’οπλοι, οι χλαίνες μας γεμάτες ψείρες. Τρεις μέρες νηστικοί, σχεδόν ξυπόλητοι ψάχναμε ήλιο.
Σταματήσαμε στην βρύση, το νερό μας λίγωνε. Βγάλαμε τις αρβύλες, μαζί με τις μάλλινες κάλτσες ξεκόλλαγε και το κρέας ανάμεσα στα δάκτυλα.
Οι αμυγδαλιές και πάλι ανθισμένες.
Ο Έκτορας τράβηξε για το χωριό, όλη η δόξα μας ένα καρβέλι ψωμί.
Έκανε μερικά βήματα και ακούστηκε η έκρηξη. Έμεινε εκεί, τον χώσαμε πρόχειρα.
Αρκετά μετά φέραμε ένα κομμάτι μάρμαρο να τον φυλάει και ένα καντήλι να το φωτίζει.
Ο δρόμος συνεχίζει να κουλουριάζεται, φίδι με την ουρά του να χάνεται στον κάμπο.
Το βενζινάδικο επάνω στο κεφάλι του. Δίπλα στην μαρμάρινη στήλη ο κάδος, με στουπιά, λάδια και βενζίνες.
Το μάρμαρο με τη δάφνη χάθηκε στα σκουπίδια.
Οι αμυγδαλιές κόπηκαν, η βρύση στέρεψε.
Τι ήθελε ο Έκτορας εκεί μόνος χωρίς νερό, χωρίς καντήλι, χωρίς ανθούς αμυγδαλιάς την άνοιξη.
ΦΥΛΛΟ ΠΡΩΤΟ
Δεν έχουμε τίποτα
πουλήσαμε και το νερό,
νομάδες στην ιλύ της νήσου Μήλος.
Μας εγκατέλειψαν τα παιδιά.
Μας περονιάζει η φωτιά
και ο καημός
για τα σπασμένα βράχια του Ευξείνου.
Τους αναστεναγμούς της θάλασσας
ακούει μόνο ο εσταυρωμένος.
Ο άνεμος σκορπίζει στις ακτές
προγόνων τα κειμήλια.
Χαρτιά που ο ήλιος εφρυγάνισε
ξεκόλλησαν
τα σωθικά του σύμπαντος.
Η πόλις απειλείται
το φως κρημνίζεται σε σήραγγες
ανδρειωμένων οπλιτών.
Η πόλις απειλείται
τις προγραφές εμπέδωσαν
οι συγγενείς
ευνοουμένων ποιητών.
Η πόλις απειλείται
τα ανοίγματα στο έδαφος
θυμίζουν την ισχύ μας.
Το δέντρο
Τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου το
πλησίαζαν οι κεραυνοί και φώτιζε όλος
ο οίκος.
’λλοτε, στις αρχές της ’νοιξης λέρω-
ναν τα ανθοκάρπια του, φτερά καρδε-
ρίνων, φλώρων, σπούργων. Ξεχείλιζε
φωνές το θαλασσοχώρι καθώς περνά-
γαμε από τη μεγάλη διχάλα του μια τρι-
χια και τυλίγαμε τη σανίδα με μια πα-
λιά κουβέρτα και πηγαινοερχόμαστε με
τα πόδια τεντωμένα για να παίρνουμε
φόρα και αυτό να τρίζει από χαρά ρί-
χνοντας τα άνθη χιόνι.
Τα πρωινά του Αυγούστου, καθώς
οι ναοί του γέμιζαν με ύμνους από τζι-
τζίκια, σέρσεκες, ο ήλιος στο πιο ψηλό
κλαρί του άστραφτε καθρέπτης Σκυ-
ριανός.
Στον εμφύλιο, ήρθε μια συντροφιά
πέρασε από τη διχάλα ένα σχοινί. Τα
πόδια τέντωσαν, το κορμί ξέπνοο να το
πηγαινοφέρνει ο αέρας ώρες δεκαεπτά.
Σιωπή,
Μεγάλη σιωπή, έμπαινε ο χειμώνας.
Το αλυσοπρίονο πήρε μπροστά μασώ-
ντας τον κορμό του κι αυτό μ' ένα παρα-
τεταμένο τρίξιμο σωριάστηκε μ' όλους
τους καρπούς του.
Έτσι σταμάτησε το κλάμα του Πατέ-
ρα που τα βράδια γύρναγε αερικό στις
φυλλωσιές ψάχνοντας το παιδί του.
Σπασμένα Δόντια
Κατοχυρωμένη Αδημοσίευτη Ποιητική Σύνθεση