Η ποίηση είναι ζωή

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Παραμεθόριο Νεκροταφείο

1983

XXI

Oι σπόνδυλοι του ποιητή

υψώθηκαν άστρα

στου έαρος τις νύχτες.

Σελ.33

XXVII

Τις Κυριακές τα πρωινά

οι κήποι μας γεμίζουνε

αγγεία που αναδύουνε λιβάνι

του Αγίου ‘Όρους.

Ή ραψωδία των Θεών τελείωσε πριν λίγο

κι ό νυμφίος

δώρισε εκατομμύρια σκιές να ζούμε με το

φόβο.

Οι νεοκόροι

κρέμασαν τους άπιστους

ως λάφυρα στους τοίχους.

Σελ.39

Θερινό Ανεμούριο

1993

III

Ή μοναξιά θανάτωσε

τα πάντα στον πλανήτη,

τις θάλασσες ερήμωσε,

ορφάνεψε τις πόλεις

και τα πουλιά μάς κύκλωσαν

με ράμφη σαν μαχαίρια.

Λίγα λεπτά είναι αρκετά

να μας θερίσουν όλους.

Οι ιαχές των προεστών

γιγάντωσαν στο έλος

και οι σκορπιοί στα χώματα

κεντούσαν τις κορδέλες,

καθώς νεκροί επέφταμε

ο Ζέφυρος απίθωσε

στην κόμη μας

τα άστρα.

Σελ.48

III

Μας πολιόρκησε το φως

στα ξηροπήγαδα της Μάνης.

"Όταν

το φως κοκκάλωσε γύρω στο μεσημέρι,

οι παραλοϊσμένοι

χύμηξαν στα βουλιαγμένα σπήλαια

να βρουν

λύχνους, μαλάματα, το στράτευμα

με τ’ αργυρά κανόνια.

Μες στα ναυάγια υποταγμένα

τα κουπιά,

στα ασπρόρουχα απέμειναν

οστά και αστερίες.

H θάλασσα π’ αγάπησες

εσύλησε τις άγκυρες

που έφερναν τον πλούτο.

Σελ.59

 V

Φυραίνει, ά τόπος ολοένα

χωματένιο σταμνί.

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Μας αλυχτάνε τα σκυλιά

καθώς

στις όχθες τ’ ούρανοϋ

ένα δρεπάνι ύπέρπυρο σαπίζει

το φεγγάρι.

Τά γύρω δένδρα κρύβανε τα λείψανα

της μέρας.

Ό λιόκαμπος ωρίμασε στη λαξευμένη νύχτα.

’Ώ άρχοντα Γαβριήλ

στο αθωωμένο μας κορμί

έδώρισες το θρήνο του ωκεανού

καί τά πανιά π’ αρμένισαν τους κόλπους

του Γυθείου!

Ή συμμετρία έσπασε.

Λίγα δελφίνια της Ήούς

και μια σπηλιά με όρνιθες

στο ακρωτήρι Ταίναρο

εξέβρασαν τα κύματα

τ’ αγίνωτου πελάγους.

Σελ.61

Φαντασιώσεις ενός Οδοιπόρου

1996

To ζώδιο του οδοιπόρου

Στο σώμα της νύχτας

λάμνει ακρόπρωρο,

ή εφηβη σελήνη.

Τα δυο κορμιά

κιθάρα και βιολί

τεντώνονται.

Σε λίγο θε νά σπάσουν.

"Ολα τα σώματα χορδίζονται,

μα ελάχιστα τολμούν να σπάσουν.

Σελ.95

 

Η κατάρα του πλήθους

 

«Μια μέρα οι θάλασσες

αυτές θα εκδικηθούνε».

ΘΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

 

 

Την ώρα π’ ασπρίζουν τα πουλιά

στο πρωινό τους πέταγμα

ανακαλύπτω το Θεό

να νίβεται στη θάλασσα

κι αύτη να γαληνεύει.

Ή πολιτεία έρημη.

Στους οίκους τους μισότρελοι οι αλιείς

τα σωθικά της φόνισσας

έδάμασαν σε χωματένια σκεύη.

Απλώνουν γαλάζιο στα σπαρτά

μην τύχει και την χάσουν,

μα τα πουλιά μπερδεύονται

και πνίγονται στον κάμπο.

”Όσα φτερά κι αν φόρεσα

γεράκι δεν υψώθηκα

στου όρους τη Μαγεία.

σελ.96

Ή αγγελία

Μαύρα πουλιά

καί πυρκαγιές πρωτόγονες

στην άτρακτο της πόλης.

Ξεράθηκαν οι ποταμοί,

τα σπλάχνα τους ρετσίνια.

Ή αγγελία τ’ Άρχοντα:

Των νεωκόρων τα παιδιά

 να σφαγιάσουν οι προύχοντες

στο ξεραμένο δάσος.

'H κατάρα έπιασε.

"Όλα

αηδόνια έγιναν,

τα πρωινά του έαρος

στα ξώθυρα της εκκλησιάς,

συγχώρεση εμοίραζαν

και δυο σταγόνες ξίδι.

Σελ. 100

 

Ό οδοιπόρος έφιππος επιθεωρεί την πόλη

Στην πολιτεία των σεισμών

ζεύγος αηδόνια εκούρνιασαν

στα είδωλα νεόνυμφων

χρησμούς 

ν’ απαγγείλουν.

"Όταν τους πήραν τα νερά

τα νυφικά

ανέμιζαν στων βαποριών τις ώχρες.

Ευνούχοι θαλασσόπλυναν

τους σκελετούς

να ασπρίσουν.

Ή Κυριακή ωρίμασε.

Στον σπάγγο της

ξεράθηκε το φως της εφηβείας.

Το ξύλο τους σαβάνωσαν οι Αχαιοί τους φίλοι.

Τα κάλλη τους

θα τα χαράξει ό ’Άριστος

με τη γραφή της Κρήτης.

Στην πολιτεία των σεισμών

τα ίχνη μας οι συμμορίες σβήνουν.

Τόσες χιλιάδες χρόνια

τόσες χιλιάδες σώματα και ή σκόνη τους,

ένα σακί χοντροκομμένο στάρι.

Σελ.110

III

"Όταν σε φτάσει ό χάροντας

να του γελάσεις δυνατά.

Λεβέντικα

στα χέρια του απόθεσε

μια δέσμη με κυκλάμινα

και το κερί της σφράγισης

του δώματος των κρίνων.

Μη φοβηθείς,

την υλη σου θα πάρουν τα πουλιά.

Στις ξόβεργες που πιάστηκες

μεταξωτές κλωστές

θα μείνουνε

και τ’ άγκιστρα

που έστησε ή συμμαχία του Θεού

με τα παιδιά του ανέμου.

Οι τυχεροί έχουν Θεό,

να τους φυλάει τα βράδια.

Σελ.123

Ή διαθήκη / φύλλο πρώτο

Δεν έχουμε τίποτα

πουλήσαμε και το νερό,

νομάδες στην ιλύ της νήσου Μήλος.

Μάς εγκατέλειψαν τα παιδιά.

Μάς περονιάζει ή φωτιά

και ό καημός

για τα σπασμένα βράχια του Εύξείνου.

Τους αναστεναγμούς της θάλασσας

ακούει μόνο ό έσταυρωμένος.

Ό άνεμος σκορπίζει στις ακτές

προγόνων τα κειμήλια.

Χαρτιά που ό ήλιος έφρυγάνισε

ξεκόλλησαν

τα σωθικά του σύμπαντος.

Ή πόλις απειλείται

το φως κρημνίζεται σε σήραγγες

ανδρειωμένων οπλιτών.

Ή πόλις απειλείται

τις προγραφές εμπέδωσαν

οι συγγενείς

ευνοουμένων ποιητών.

H πόλις απειλείται

τα ανοίγματα στο έδαφος

θυμίζουν την ισχύ μας.

Σελ.129

Χαίρε Αιώνα

2002

Ή μοτοσυκλέτα

Στον Δ. Σ.

Λύτη τη φορά, τη βρήκα χωρίς καλάθι, το δέρμα της

σέλας σχεδόν λιωμένο,

τα ελατήρια ήδη είχαν αρχίσει να δείχνουν

τις δεκαετίες της εγκατάλειψης.

Το φανάρι, σπασμένο από τότε, φιλοξενούσε

τα φύλλα που έφερνε το αγιάζι,

στη θέση του μπροστινού λάστιχου

δυο τσιμεντόλιθοι στήριζαν

το σακάτικο κορμί της.

Το δαιμονισμένο μοτέρ σάπιζε, παρόλο το μουσαμά

που το είχε τυλίξει ό ενωμοτάρχης.

Ό Αλέξανδρος Καπόπουλος την ήθελε

ως απόδειξη της ύπαρξής του.

Κάθε Κυριακή τη σαπούνιζε, τη λάδωνε και πίσω

στο καλάθι κρέμαγε μια μικρή γαλανόλευκη

όπως στις επετείους.

Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας

είχε υπηρεσία μπροστά στο υπόγειο

του Τετάρτου Αστυνομικού Τμήματος.

Αυτός μάρσαρε ή την άφηνε να δουλεύει

στο ρελαντί, και οι συνάδελφοί του

ανέκριναν τους παραβάτες της συνοικίας,

στο υπόγειο.

Ό στόχος της οργάνωσης ποτέ δεν επετεύχθη.

’Όχι γιατί δεν βρέθηκε ένα μπιτόνι βενζίνη

και ένα κουτί σπίρτα,

αλλά γιατί η μεγαλύτερη αντιστασιακή πράξη

της γειτονιάς καρφώθηκε στον ενωμοτάρχη.

Αύτη τη φορά την άφησα χωρίς μοτέρ, το πήρα για

το μικρό προσωπικό μου μουσείο.

Ό Καπόπουλος από καιρό άφηνε το πεζοδρόμιο

χωρίς ασβέστη

και τους κατιφέδες στους γκαζοτενεκέδες

να ξεβλαστώνουν.

Το Αστυνομικό Τμήμα είχε μεταφερθεί

και το υπόγειο είχε γίνει κατοικία

Βαλκάνιων μεταναστών.

Την επόμενη φορά που θα τη συναντήσω,

προφασιζόμενος τις εκλογές,

ίσως να λείπει και αυτή.

Το ΗΡΩΟΝ

της συνοικίας κατεστραμμένο

και οι ήρωες

μετανάστες στις βόρειες συνοικίες της πόλης .

σελ. 151

Περίληψη

2006

Ό οδοιπόρος έφιππος επιθεωρεί την πόλη

Στην πολιτεία των σεισμών

ζεύγος αηδόνια εκούρνιασαν

στα είδωλα νεόνυμφων

χρησμούς 

ν’ απαγγείλουν.

"Όταν τους πήραν τα νερά

τα νυφικά

ανέμιζαν στων βαποριών τις ώχρες.

Ευνούχοι θαλασσόπλυναν

τους σκελετούς

να ασπρίσουν.

Ή Κυριακή ωρίμασε.

Στον σπάγγο της

ξεράθηκε το φως της εφηβείας.

Το ξύλο τους σαβάνωσαν οι Αχαιοί τους φίλοι.

Τα κάλλη τους

θα τα χαράξει ό ’Άριστος

με τη γραφή της Κρήτης.

Στην πολιτεία των σεισμών

τα ίχνη μας οι συμμορίες σβήνουν.

Τόσες χιλιάδες χρόνια

τόσες χιλιάδες σώματα και ή σκόνη τους,

ένα σακί χοντροκομμένο στάρι.

Σελ.110

'Ερωτος επέτειος εαρινή

2008

Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit, sed do eiusmod tempor incididunt ut labore et dolore magna aliqua. Ut enim ad minim veniam, quis nostrud exercitation ullamco laboris nisi ut aliquip ex ea commodo consequat.

Ευγενία

2016

Χρησμοί της μνήμης του Ελεεινού της ποίησης

Α΄

Πηγαίνοντας προς τη βροχή,

ακούγονταν

ο ένας µετά τον άλλο

οι χρησµοί

της Ροδάνθης Σκεπαθιανού,

µητέρας

του τελευταίου ληστή

της πόλεως του Τολέδο.

πρώτος χρησµός µνηµόνευε διασυρµούς για το βασίλειο της λυπηµένης κόρης και της χαρούµενης µητέρας, τις νύχτες που είχε αξία

το φως του φεγγαριού στα ξοδεµένα νιάτα των νερών.

τελευταίος χρησµός, φρυκτωρία ξενιτιάς για τις µαύρες µέρες του καλοκαιριού, όπου στις πολιτείες των αµυήτων είχαν αξία µόνο οι ήχοι του διαβήτη.

Με τον τρόπο, λοιπόν, του ποιητή

Έκτορα Κακναβάτου

το θέρος γίνεται µαΐστρος

στον ασβεστόλιθο της πρώτης εφηβείας.

 

Β΄

Έκτοτε

το έθνος των τοκογλύφων, στα όρια της Τροίας,

δίπλα στις βροχερές αγορές

της µονής ∆αφνίου,

ακούει

χρησµούς ανούσιους,

χρησµούς τετελεσµένους.

Καθώς και τούτη

αλλά

και οι άλλες ζωές

προδοµένες είναι

και θα είναι

στα ίδια πάθη µας.

Το µόνο που πιθανόν ν’ αλλάζει

κάθε φορά

είναι η ταυτότητα της ψυχής

και το κορµί στη δύση του.

αγγελία δηλαδή για την ψυχολογία του έλυτου βίου του πατέρα.

Γ΄

Αγόρι µου,

του είπε τότε ο ασθενής πατέρας,

παίζοντας στη φυσαρµόνικα

ηδονικά του µέλλοντα θανάτου τις ζωές.

Εκείνα τα χρόνια οι αυλικοί

έβαζαν τα κοµµένα µέλη στ’ αλάτι,

γέµιζε ο κήπος κρεατόµυγες

και µύριζε αρρώστια το αρχονταρίκι

της µονής και οι ίσκιοι των καλογέρων καρφωµένοι σε χιόνι απάτητο.

Και ας µην είχε ξηµερώσει ακόµα.

Και ας µην είχε νοιώσει

ποτέ ο Κάλβος

τις άηχες νύχτες του Οµήρου

αλλά µόνο τις εύηχες µνήµες του ελεεινού ποιητή, πατέρα του και αδερφού του, ∆ιονυσίου Σολωµού.

Ο Μόνος Πιστός Ένοικος

2018

Μονοσύλλαβο Ημερολόγιο

Μοναχός

σηκώθηκα αυτήν τη φορά

χωρίς την τριχιά στο λαιμό.

Αχάραγα στην πέργκολα του Αυγούστου

η άφιξη της μέγιστης απώλειας.

Σ’ αυτό το θέρος έπιασε από νωρίς

τ’ άνθη του νυχτολούλουδου να δένουν

σε κραυγές θεών.

Με αποχαιρετισμούς θρασείς

έρωτες κρυφούς,

με βρήκες, συμφιλίωση, στις κορυφές της μνήμης

γυναίκα πολυπόθητη να

το νέο σχέδιο της διαθήκης

καταχωρώ στο κάτεργο της μήτρας μου.

Με τον καιρό στη μονοσύλλαβη λιτότητα

των ημερολογίων οι εγγραφές,

 για το μήκος του σχοινιού

το κόστος κι οι αντοχές του,

κάπως έτσι θα κριθούν

ως ανυπόστατοι οι θρήνοι των θεών.

Όμως τα ψιχουλάκια του ήλιου

ίσως δώσουν λύσεις

με μια βασιλική μεγαλοπρέπεια

στο αποκεφαλισμένο χάος

που στα όνειρά μου σέρνεται

πλανόδιον πωλών επί πιστώσει θέρος.

Το εικονοστάσι

Ο δρόμος κουλουριάστηκε δεξιά, φίδι με την ουρά του να χάνεται στον κάμπο.
Φώτα πολλά, σήματα και ένα βενζινάδικο μας κόβουν τη θέα που είχαμε τότε από ψηλά.

Οπισθοχωρήσαμε, κατεβήκαμε παρέες-παρέες από την Αλβανική ενδοχώρα. ’οπλοι, οι χλαίνες μας γεμάτες ψείρες. Τρεις μέρες νηστικοί, σχεδόν ξυπόλητοι ψάχναμε ήλιο.

Σταματήσαμε στην βρύση, το νερό μας λίγωνε. Βγάλαμε τις αρβύλες, μαζί με τις μάλλινες κάλτσες ξεκόλλαγε και το κρέας ανάμεσα στα δάκτυλα.
Οι αμυγδαλιές και πάλι ανθισμένες.

Ο Έκτορας τράβηξε για το χωριό, όλη η δόξα μας ένα καρβέλι ψωμί.
Έκανε μερικά βήματα και ακούστηκε η έκρηξη. Έμεινε εκεί, τον χώσαμε πρόχειρα.
Αρκετά μετά φέραμε ένα κομμάτι μάρμαρο να τον φυλάει και ένα καντήλι να το φωτίζει.

Ο δρόμος συνεχίζει να κουλουριάζεται, φίδι με την ουρά του να χάνεται στον κάμπο.
Το βενζινάδικο επάνω στο κεφάλι του. Δίπλα στην μαρμάρινη στήλη ο κάδος, με στουπιά, λάδια και βενζίνες.

Το μάρμαρο με τη δάφνη χάθηκε στα σκουπίδια.
Οι αμυγδαλιές κόπηκαν, η βρύση στέρεψε.

Τι ήθελε ο Έκτορας εκεί μόνος χωρίς νερό, χωρίς καντήλι, χωρίς ανθούς αμυγδαλιάς την άνοιξη.

Η διαθήκη

ΦΥΛΛΟ ΠΡΩΤΟ
Δεν έχουμε τίποτα
πουλήσαμε και το νερό,

νομάδες στην ιλύ της νήσου Μήλος.

Μας εγκατέλειψαν τα παιδιά.
Μας περονιάζει η φωτιά
και ο καημός
για τα σπασμένα βράχια του Ευξείνου.

Τους αναστεναγμούς της θάλασσας
ακούει μόνο ο εσταυρωμένος.

Ο άνεμος σκορπίζει στις ακτές
προγόνων τα κειμήλια.
Χαρτιά που ο ήλιος εφρυγάνισε
ξεκόλλησαν
τα σωθικά του σύμπαντος.

Η πόλις απειλείται
το φως κρημνίζεται σε σήραγγες
ανδρειωμένων οπλιτών.

Η πόλις απειλείται
τις προγραφές εμπέδωσαν
οι συγγενείς
ευνοουμένων ποιητών.

Η πόλις απειλείται
τα ανοίγματα στο έδαφος
θυμίζουν την ισχύ μας.
Το δέντρο

Τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου το
πλησίαζαν οι κεραυνοί και φώτιζε όλος
ο οίκος.
’λλοτε, στις αρχές της ’νοιξης λέρω-
ναν τα ανθοκάρπια του, φτερά καρδε-
ρίνων, φλώρων, σπούργων. Ξεχείλιζε
φωνές το θαλασσοχώρι καθώς περνά-
γαμε από τη μεγάλη διχάλα του μια τρι-
χια και τυλίγαμε τη σανίδα με μια πα-
λιά κουβέρτα και πηγαινοερχόμαστε με
τα πόδια τεντωμένα για να παίρνουμε
φόρα και αυτό να τρίζει από χαρά ρί-
χνοντας τα άνθη χιόνι.
Τα πρωινά του Αυγούστου, καθώς
οι ναοί του γέμιζαν με ύμνους από τζι-
τζίκια, σέρσεκες, ο ήλιος στο πιο ψηλό
κλαρί του άστραφτε καθρέπτης Σκυ-
ριανός.

Στον εμφύλιο, ήρθε μια συντροφιά
πέρασε από τη διχάλα ένα σχοινί. Τα
πόδια τέντωσαν, το κορμί ξέπνοο να το
πηγαινοφέρνει ο αέρας ώρες δεκαεπτά.
Σιωπή,
Μεγάλη σιωπή, έμπαινε ο χειμώνας.
Το αλυσοπρίονο πήρε μπροστά μασώ-
ντας τον κορμό του κι αυτό μ' ένα παρα-
τεταμένο τρίξιμο σωριάστηκε μ' όλους
τους καρπούς του.

Έτσι σταμάτησε το κλάμα του Πατέ-
ρα που τα βράδια γύρναγε αερικό στις
φυλλωσιές ψάχνοντας το παιδί του.


Σπασμένα Δόντια

Κατοχυρωμένη Αδημοσίευτη Ποιητική Σύνθεση

Στην Ερημόνησο της ποίησης

Στα έτη της μοναξιάς, τα κουφάρια των λέξεων ορίζουν στους αντίλαλους των στίχων Καβαφικούς πλόες. Στα έτη της μοναχικότητας, οι ποιητές ασχημονούν στη χάβρα των αγριελιών γνέθοντας ομίχλη στο καντιλέρι των ψυχών εκεί που όρισε ο Όμηρος το φως.

Ατθίδα της Σαπφούς.

Τις μέρες που η ομορφούλα Σαπφώ, αγκομαχά στις πτυχώσεις για το πώς, το σαρκίο της φτεροκοπά στο σίδερο της ξώπορτας ρόπτρο, ανέραστης οικίας, ασημοκαπνισμένη, Χάριτες υμνεί μηπως, κι ανοίξει ο ξεχασμένος της νυμφίος. Το κόκκινο της ταφής ακίνητο, στα κτερίσματα των ποιημάτων της, γινομένο ρόδι στο στέρνο του ερωτά της, νεκρό γλυκάνισο δόξα, γούρι της Ατθίδας να ψάχνει 'άρωμα βασιλικό, στεφάνια με μενεξέδες' σε γυναικείο σώμα Υακίνθου, με τόλμη η Σαπφώ!

Ασυνόδευτες Μέρες

Κατάσαρκα της γέννας το ρόδι, από τότε οι δισταγμοί το έσπασαν της μητέρας, ή λαδοκάντηλο με το νερό φθαρμένο τρίζει, ασυνόδευτες Μέρες στις μεγάλες νεροποντές, Ο Πλάστης τον άντρα ανίκητο μου Δωρίζει, και το ρόδι θρυμματισμένο στου άγραφου μέλλοντος τα δαιμόνια. Νοιάζομαι πλέον αρκετά για τον λώρο μου. Που στο καλό,τον έκρυψε η Μαμή; Έκτοτε με μία θηλιά από θύμησες αράγιστος, ξεσηκώνω θριάμβους για τις παρούσες ανέχειες της ζήσης μου. Αφήνιασαν στα όνειρα οι σύντροφοι, έπαψαν να δένουν κλάματα στα αμαρτωλά μυστικά όπως για τις ροδιές στην ακροθαλασσιά όταν γυναίκες του αντάρτικου εξορίας φύτεψαν αντίδωρα

Καλάβρυτα

Εύθυμα τα βράχια του ορίζοντα, σκούζουν γιοφύρια σ'ανέμους και μπόρες, ώρες, που στολίζουν τη νύχτα, νύφη με ροδοζάχαρη, κερνούν τον κάμπο αλάτι εκδρομείς, με μάλλινα της εξοχής σεντόνια. Εκδρομή λοιπόν σε χιονισμένο τοπίο όλοι μαζί, η κομπανία, κι οι μουσικοί πατώντας γερά στη γη μπροστά οι νιόγαμπροι πιο πίσω το σόι του βοριά ακόμα πιο πίσω στα βάτα τα προικιά. Μαζέψαμε τα τούλια, κράταγαν ακόμα νερό, τις βέρες ο πρίγκιπας τάμα σε ένα ξωκκλήσι άφησε μην τύχει και ο Παππάς διώξει το μερτικό της γέννας. Το όρος έχει σύννεφα και ή ψυχή του ζευγαριού μνήμες της πρώτης νύχτας. Έρωτα νόμισες, ότι σκυλί ατάιγο ψάχνει, στο σγουρόμαλλο σκοτάδι ο χιονιάς, χέρια δεμένα στο κορμί, σίγουρα, θα' βρει δίπλα στο τζάκι να αριθμούν, το δυό σ'ενα, κορμιά με εύηχους στίχους κι ασπασμούς σε μια τριχιά αγάπης. Λάθος, μέγα ψέμα και τρομερη ήττα το χιόνι!

Η Εποχή του Ήλεκτρου

Οποιαδήποτε Σάρκα Όταν 'Ρωτευτεί Μυρίζει Θάλασσα.

Τα Ερείπια

Οι πέτρες έμειναν μισές. Όταν ρημάζουν οι άνθρωποι, ρημάζουν και τα σπίτια. Φαγώθηκαν οι αλατόπετρες και βάθυνε ο τόπος. Όσο ασβέστη και να πιουν οι μάντρες της Βαλκανικής, θα χάσκουν τα χαλάσματα τα πρωινά στον ήλιο....

Η σάλπιγγα

Υπάρχουν μέρες με λυγμούς χαμάληδες νύχτες με σφαγμένα αδέρφια στα βλάσφημα της συνείδησης. Υπάρχουν ζωές με εργάτες που ταχυδρομούν ωδύνες και βουλημικές επιθυμίες σε εγκυμονούσες συζύγους, για ένα κυριακάτικο τραπέζι στρωμένο με λινό τραπεζομάντηλο, μία καράφα παγωμένο νερό κι ένα ταψί κρέας βουτηγμένο στο θυμάρι. Υπάρχουν πληγιασμένοι άνθρωποι όλες τις μέρες του έτους, π' αγνώριστοι στα περίπολα της ελπίδας, βαθιά μεσάνυχτα ακούν την σάλπιγγα της εκτέλεσης.

Ψυχοσάββατο

Άκαιρη εποχή στις ερημιές της πόλης. Τα πάντα ξένα, τα ρούχα, οι κουβέρτες, τα παπούτσια, τα ξύλα. Τα σχοινιά που αντιστέκονται στον αέρα. Επιτάφιοι θρήνοι στη λάσπη των νικημένων. Ένα καντήλι σβηστό στην άκρη του δρόμου, διαβάτη περιμένει, που έχασε και αυτός άνθρωπο λιωμένο στο σκοτάδι.

Άνοιξη

Ο Μεσαίωνας του τελευταίου ποιήματος, με ρήμαξε στις ξεφτισμένες του Σούνιου κολώνες. Αξημέρωτα στα μάρμαρα δωρικών διαδρομών ξεραμένα ψαροκόκκαλα πλέον το φως κι η μυρωμένη Άνοιξη του. Σημεία των καιρών μαζί με τον καπετάνιο να χάνεται το κύμα μα κι η νήσος που λάτρεψε την αρμύρα του.

Η εξεργεση

Άρχισαν οι αντιδράσεις για τα μέτρα που πήρε το συμβούλιο. Οι αλιείς, έκαψαν τα δίχτυα και έσπασαν στους αρσανάδες τα νεόδμητα καΐκια. Οι αυτόχθονες καλλιεργητές, έπαψαν να ανταλλάσουν τους καρπούς με τα μικρά των ετεροχθόνων ζώα. Οι ένοικοι των ορεινών μοναστηριών έστειλαν τους δόκιμους καλόγερους να μάθουν για το κακό, που έκαψε το στόλο. Οι αρχαιολόγοι καθώς και οι τελευταίοι ανθρωπολόγοι, βρήκαν σε τάφρους τους θησαυρούς, μαζί με σωρούς οστράκων, κουκούτσια ελιάς και μικρές φαλτσέτες εγκληματιών. Πιο κει υπήρχαν οστά από ανδρικά σώματα και μια λαρνακα, που μέσα έκρυβε ένα παιδί καλά σφραγισμένο με μολύβι και την επιγραφή. Μολύνθηκε από τους καρπούς του δάσους.

Ωδύνες Καθαρεύουσας

Στο άφαντο της ψυχής, γδαρμένο σκαρφαλώνει νύχτα άλλαλη και πάλι το φεγγάρι, καρπούζι ώριμο στην πορσελάνη μίας κακούργας θάλασσας, απολίθωμα σε άγραφο χαρτί, κόκκινο ωδύνες καταγράφει. Εκεί ψηλά, μεγαλώνει στους ώμους του ποταμού Αχαίροντα, με λαίμαργη επιθυμία να διαφεντεύει πρωίες με βογκητά, την καθαρεύουσα της διπλής σάρκας μας.

Παλίρροια Αστροφεγγιάς

Φυτεμένα κάρβουνα με προσευχές στο σύνορο του εμείς, τα αρώματα της νύχτας μας τη στιγμή που καλπάζει ο άνεμος του στέρνου σου μετράς το γιασεμί της σάρκας μου και γω της ανάσας σου λεμονανθούς, αθροίζω. Αναρριχώμενη λοιπόν η μνήμη στις εποχές των λαγώνων, ιχνογραφεί παλίρροιες στα χείλη σου ακρογιαλιές μ'εμένα βαρκάρη στις ξόβεργες της λιμνοθάλασσας να σέρνω από το μπλε τ' άστρα του κορμιού σου. Όταν στους καθρέπτες των ποιητών ακόμα και την Άνοιξη γίνεσαι κλωνί αστροφεγγιάς, στα σκέλια του υγρού πρωινού η μήτρα σου γίνεται γαλαξίας στον έρημο σύμπαν.

Γραφές με Στάχτες

Απεικονίσεις του ελάχιστου δίπλα σε εικονοστάσια με αναρίθμητα ερωτηματικά είναι η ζωή των ποιητών. Στα δένδρα των κοιμητηρίων οι στάχτες των οστών τους παραμορφώνουν σιωπές της ματαιότητας. Οι γραφές τους αναφέρουν για τις αναλογίες της ζωής οξυδερκείς θνητοί είναι στη λευκότητα του παρόντος χρόνου....

Ο Καθρέπτης

....... Είχε νυχτώσει κι αυτός ξεμάκρυνε στην πόλη ψάχνοντας ανθισμένες νερατζιές και φρέζιες στην ώρα τους. Τους κουβαλούσε μέσα του μ'ολα τα ατσάλια τους μ' όλα τα κουρασμένα νησιά τους. Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι του και φώναξε δυνατά πετάχτηκαν οι φλέβες στο λαιμό του. Φέρτε το σκοινί φέρτε μου την τριχιά να δέσω το φεγγάρι. ......... Βγήκαν στα ξώθυρα οι γείτονες κι ο τελευταίος επαναστάτης. Κρατούσαν κεριά αναμμένα ένα ο καθένας, ένα. Επιτάφιος χωρίς σώμα γίνεται; Κάποιος του φώναξε ανάλογα με την παρεα σου και η τύχη σου. Σκοτάδι ο καθρέπτης του τον τύλιξαν μαζί του. Να βλέπεις τα γένια σου του είπε Εκείνη στις νερατζιές της Πάνω Πόλις. .........

Τριζόνια Επιταφίου

Μεγάλη Τρίτη, για κερί και βιολέττες προσεύχομαι πάλι και πάλι μόνος, στην τάβλα της ταφής μια καμπάνα χαράζει αδίστακτα, χοροπηδούν φεγγάρια στο πεπρωμένο της αυγής, και στα αβαθή της ψυχής, αδιάβροχος ο γαλαξίας με σκίνα στολισμένος σε ώρες επιταφίου. Όλοι και όλα, τριζόνια στην αρματωσιά του χάρου, κυοφορούν τα πέρατα και τούτης της Ανάστασης.