Το διήγημα αυτό είναι εμπνευσμένο από «το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου.
Ξαφνικά, ο ήλιος έπαιζε διαφορετικά στα φύλλα της κληματαριάς. Φρυγάνιζε μακάβρια τις
μοναχικές ώρες του Δημητρίου Ζάχαρη. Ο κόσμος στα παράλογα των επωμίδων και των
γαλονιών, έφτιαχνε και πάλι πατρίδες ιδεών εκεί στις αρχές της Άνοιξης.
Τα όποια ξερά του κήπου έγραφαν ξανά και ξανά τη μνήμη της Αναγέννησης με χρώματα
και μυρωδιές που στόλιζαν τους επιτάφιους. Οι επισκέψεις πλέον λιγοστές στη
μονοκατοικία του Δημήτρη και της Ράμπελας. Το πολύχωρο οίκημα της μεσοπολεμικής
περιόδου, έφτιαξε, μετά την πρώτη του εξορία, ο βενιζελικός Αντώνιος Ζάχαρης, μπίγοντας
στη γη της Δυτικής Αττικής κατά τη συνήθειά του και ένα κλωνάρι ραζακί για να ριζώσει. Το
είχε τάμα όπου έφτιαχνε εστία για να ξαποστάσουν τα χρόνια του, φύτευε και ένα κλαδί
από τον πατρικό αμπελώνα της Αιδηψού.
Μαζί με την εικόνα του Αγίου Ελευθερίου, τα τιμαλφή και τους τίτλους ιδιοκτησίας της
περιουσίας τους, η μάνα του ξερίζωσε και ένα χλωρό από την κληματαριά που σκίαζε το
αρχοντικό της Σμύρνης. Το θήλασε νεράκι όπως και τα δυο μωρά της τον Αντώνιο και το
Νικόλα. Το έκρυψε στον κόρφο και μαζί με τα δυο μικρά της έγιναν ένα σώμα ατρόμητο στο
σκαρί, που τους πέταξε στη νέα πατρίδα, ξένους.
Σε αυτό το πλίνθινο θεριό που ακουμπούσε στο βάθος του κτήματος στην Μάντρα έμενε
όλη η οικογένεια του τσιγκογράφου Δημητρίου Ζάχαρη, οι γονείς του, τα παιδιά και η χήρα
πεθερά του. Όλοι όμως τιμούσαν τον παππού Αντώνιο.
Τη μάντρα στόλιζε ολόλευκο το γιασεμί και τα κίτρινα της γαζίας, στον κήπο κάρπιζαν
δεκάδες οπωροφόρα δέντρα χειμώνα καλοκαίρι. Στο βάθος της αυλής το σιδερένιο τραπέζι
όπου η οικογένεια άφηνε το χρόνο να υμνεί τις Κυριακές, τις σχόλες με σκέψεις, με ιδέες,
με ανησυχίες των εθελοντών, άλλοτε της νομιμότητας και άλλοτε της παρανομίας. Και τι
δεν είχε ακούσει η πήλινη φρουτιέρα με την μπλε γραμμή που τη χώριζε στα δύο. Ήταν ο
μόνος πιστός ένοικος του κτήματος, ακόμα και την εποχή που το χιόνι έβγαζε φρύδι στη
μάντρα. Πάντα τη συντρόφευαν φρούτα και καρποί εποχής, κάποτε ο ήλιος και το φεγγάρι
όταν κατρακυλούσαν από τα φυλλώματα της κληματαριάς κυνηγώντας κοτσύφια,
σπούργους, καρδερίνες που άφηναν ορφανά τα τσαμπιά από ρώγες.
Ο Δημήτρης, παλιός Επονίτης, είχε την ιδέα να δημιουργηθεί η πρώτη ομάδα στον «Λόφο
Αξιωματικών», περιοχή και αυτή για αντίσταση; Τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος
κρύφτηκαν σε σπίτια καθαρά, δηλαδή σε σπίτια με πασχαλινούς σταυρούς στο πρεβάζι της
πόρτας. Σιγά σιγά, ενώ χαλάρωναν τα πράγματα, άρχισαν να δημιουργούν τους πρώτους
πυρήνες. Τριάδες τις ονόμαζαν. Ένας από τους τρεις είχε τη σύνδεση με την παρανομία.
Αυτή η ομάδα είχε τρεις και το γιατρό. Το τραπέζι της αυλής έμεινε πλέον χωρίς παρέα. Οι
συναντήσεις ορίστηκαν δυο τετράγωνα παρακάτω, στο τρίπατο του ιατρού Ροβήρου
Σουλίδη στην οδό Πατριάρχου Σεργίου. Σύνδεσμος με την τριάδα της διανομής ορίστηκε
από την οργάνωση ο Ζάχαρης. Οι προκηρύξεις θα έπρεπε να ήταν έτοιμες ένα μήνα πριν τη
διαδήλωση. Την είχαν ορίσει για τις δεκαεννέα Αυγούστου στο κεντρικότερο σημείο της
Αθήνας στην οδό Ερμού, κάτω από την Ακρόπολη.
Η μεταφορά του πολύγραφου ξεκίνησε από τα τέλη Μαΐου και κράτησε ένα μήνα. Μέχρι τις
εικοσιπέντε Ιουνίου είχε τοποθετηθεί και το τελευταίο κομμάτι. Με το πρόσχημα της
ψωρίασης που είχε ο Χριστόφορος και τις τακτές συναντήσεις με τον Ροβήρο, είχε τον
τρόπο να φέρνει κάθε φορά και ένα εξάρτημα του μηχανήματος. Το μόνο που τον
δυσκόλεψε ήταν το βάρος της βάσης πέρα από το μέγεθος. Του κόπηκαν τα χέρια, όπως
παραπονιόταν.
Δεν πήρε χαμπάρι ο ενωμοτάρχης Σταθακάκης που έμενε με τις τρεις κόρες του στη γωνία
Αθανασίου Διάκου και Πατριάρχου Σεργίου. Τον Σταθακάκη τον εκτιμούσε η γειτονιά για το
στρατιωτικό του ήθος, άλλωστε στον εμφύλιο δε συμμετείχε σε ακρότητες. Κυρίως όμως,
τον συμπαθούσε για τον τρόπο που μεγάλωνε τις θυγατέρες του. Μόλις που είχε βγει από
τη σχολή, παρασημοφορήθηκε στις τελευταίες μέρες της εαρινής επίθεσης στην Αλβανία
και με πολύ πάθος για αντίσταση έφυγε μέσω Τουρκίας για τη Μέση Ανατολή.
Αυτή τη φορά έμεινε μόνος στις επιλογές του. Η γειτονιά δεν άντεχε το να υπηρετεί τους
συνταγματάρχες. Οι κόρες του απομονώθηκαν γιατί δεν ήθελε σχεδόν κανείς να τις βάλει
στο σπίτι του. Μίλαγαν πολύ και για όλους στον Σταθακάκη. Στην αλάνα, στον Άνω Λόφο
Αξιωματικών, απέναντι από το κτήμα του Ζάχαρη, έπαψαν να κυκλοφορούν χαφιέδες με τα
γνωστά μαύρα γυαλιά, όλες τις εποχές και την απαιτούμενη γραβάτα, ένδειξη
σοβαρότητας. Όλη τη δουλειά πλέον την έκανε ο ενωμοτάρχης με τις κόρες του.
Κατέγραφαν τα πάντα και κατά το δοκούν ενημέρωνε ο εθνικόφρων την υπηρεσία. Πώς του
ξέφυγε η μεταφορά του πολύγραφου, αυτό είναι άθλος για την ομάδα του Ζάχαρη. Ο
γιατρός ήταν ολόλευκη περιστερά στα φρονήματα, ο Δημητράκης αφελής, με πατέρα που
σεβόταν ο γείτονας του καθεστώτος. Στην πρώτη συνάντηση έδωσε το παρόν όλη η τριάδα
και ο γιατρός που θα φιλοξενούσε το μηχάνημα.
- Συναγωνιστές, είπε ο σύνδεσμος με την οργάνωση, πρέπει να γεμίσουμε με
προκηρύξεις όλες τις τριάδες της Δυτικής Αθήνας.
- Γιατρέ, είπε ο νεόφερτος Λέανδρος, είσαι ο σημαντικότερος από όλους μας.
- Ο πολύγραφος θα τοποθετηθεί στο πλυσταριό Δημήτρη. Κάθε φορά που θα τον
θέτουμε σε εφαρμογή, θα έρχεται ο Λέανδρος και θα κάνει μάθημα πιάνου στην
κόρη μου Ελενίτσα. Είναι σημαντικό για την επιτυχία της συγκέντρωσης να το
μάθουν όλο και περισσότεροι.
- Δημήτρη, δεν είναι ότι θα το μάθουν μόνο πολλοί, είναι ότι θα αντιληφθούν
έμπρακτα οι συνταγματάρχες και μάλιστα σύντομα, ότι υπάρχει αντίσταση.
- Χριστόφορε, κατανοώ τι λες, απλά το σπίτι μου είναι και ιατρείο. Έρχεται πολύς
κόσμος και τα πάντα θέλουν προσοχή, καθώς εδώ ζει και η οικογένειά μου. Μαζί με
τις μελωδίες από τα πλήκτρα της Ελενίτσας, θα παίζουν και τα πλήκτρα του
πολύγραφου.
- Ο Χριστόφορος θα φέρνει το χαρτί κομμένο έτοιμο σε εκατόφυλλες σελίδες. Τα
μελάνια θα τα φέρνω εγώ σε κουτιά από γάλα μαζί με τα εβδομαδιαία ψώνια από
τον μπακάλη που θα μου παραγγέλνει ο γιατρός. Θα τα αφήνει στο φαρμακείο της
Καλομενίδου ο σύνδεσμος. Την προστασία του πολυγράφου θα αναλάβει ο
Λέανδρος με τη μουσική τρεις φορές την εβδομάδα.
Η δεύτερη συνάντηση άργησε αρκετά, καθώς ο ενωμοτάρχης ανέλαβε δράση υπεράσπισης
της ευρύτερης περιοχής. Όσο εγκαθιδρυότανε το καθεστώς και αποκτούσε ρίζες στο
κοινωνικό σύνολο, τόσο και άλλαζε πρόσωπο.
- «Όλα του γάμου δύσκολα και η νύφη γκαστρωμένη», μουρμούρισε ο Δημητράκης.
Ήρθε και η λοίμωξη της πρώτης κόρης του Σταθακάκη. Ο Λέανδρος άρχισε τα μαθήματα με
την Ελενίτσα και η Φαίδρα περίμενε στον προθάλαμο τον γιατρό. Για καμιά δεκαπενταριά
μέρες ερχόταν τακτικά για θεραπεία. Όμορφη κοπέλα, με ξανθά μακριά μαλλιά και ένα
πρόσωπο φεγγάρι, έμοιαζε της συγχωρεμένης της μάνας της. Ο Λέανδρος από την πρώτη
στιγμή την πρόσεξε. Εκείνη τελειόφοιτος της Νομικής και εκείνος στα πρώτα βήματα της
επαγγελματικής του καριέρας. Πριν δυο χρόνια πήρε με άριστα το πτυχίο του πιάνο από το
Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Είχε προγραμματίσει να φύγει για να συνεχίσει τις σπουδές του στη
Βιέννη, αλλά τον πρόλαβαν τα γεγονότα.
Τα χαρτιά κόπηκαν στο σχήμα που έπρεπε, το μελάνι κόκκινο, μαύρο, μπλε, αποθηκεύτηκε
στο πλυσταριό, τα πρώτα κείμενα από την οργάνωση μιλούσαν για τη συγκέντρωση της
δεκάτης ενάτης Αυγούστου. Πολυγραφήθηκε και ένα κείμενο με οδηγίες για περιφρούρηση
της συγκέντρωσης. Το μηχάνημα συναρμολογήθηκε από τον Ανέστη Εμφιετζόγλου, επιρροή
της οργάνωσης, τεχνίτη του Τυπογραφείου της εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Ο Ροβήρος
κρεμασμένος από τα λόγια της Μάρθας άρχισε να το ξανασκέφτεται.
- Τι κάνεις; Ένας πολύγραφος στο σπίτι μας είναι μια ωρολογιακή βόμβα για την
καριέρα σου, για την Ελενίτσα και τη Μαριγώ, για όλους μας. Τι θέλεις εσύ με
αυτούς; Αυτοί δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, εσύ είσαι γιατρός.
Η Μάρθα, έρωτας φοιτητικός από τα χρόνια του εμφυλίου, νοσοκόμα στο σανατόριο του
Νικολατσόπουλου στα Μελίσσια και μετά στο «Σωτηρία» που έκανε την ειδικότητά του ο
Ροβήρος.
Έκανε δεύτερη και τρίτη σκέψη .
- Τι πάω να κάνω, σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε.
Τα βράδια δεν κοιμόταν, γύρναγε σαν το αγρίμι γύρω από το θήραμα. Ανέβαινε και
κατέβαινε στο πλυσταριό, έφτιαχνε καφέ, καθισμένος στο γραφείο του έσβηνε και έγραφε
σκέψεις για τα πάντα και για όλους. Από τη μια η Μάρθα, τα παιδιά, το ιατρείο και από την
άλλη η συνείδηση, τα θέλω του, τώρα που χαράζει, τώρα που είναι όλα έτοιμα, έγραφε στο
ημερολόγιο του, εγώ θα φύγω; Ήταν και η επίσκεψη του Σταμάτη που έγειρε τη ζυγαριά.
- Ροβήρο, ο πολύγραφος είναι η Αγία Τράπεζα για την ενημέρωση των
συναγωνιστών, περιμένουν αντίδωρο από τη μυσταγωγία της μελάνης με το χαρτί.
- Σταμάτη, αυτό το μηχάνημα για μας που ζούμε μαζί του είναι ένα μελάνωμα που
κάνει μεταστάσεις κάθε μέρα σε όλο το σπίτι. Ποτίζει με τα κτυπήματά του, την
ώρα που λειτουργεί, όλο το βιος μας. Υπάρχει παντού. Είναι ο βασανιστής μας, μας
άλλαξε τη ζωή, άλλαξε το χρόνο μας , τον τσαλακώνει στην ανασφάλεια.
- Άκου Ροβήρο, η στιγμή είναι κρίσιμη, η διαδήλωση έχει ορισθεί για μετά τον
Δεκαπενταύγουστο όταν η Αθήνα θα είναι άδεια, αλλά γεμάτη από τουρίστες κάτω
από την Ακρόπολη, το μήνυμα θα δοθεί έτσι με τον καλύτερο τρόπο σε όλον τον
κόσμο. Ξέρουμε ότι έρχεται συχνά εδώ η Φαίδρα και με προφανή την αλλεργία του
αναπνευστικού της κλείνεστε για ώρες στο ιατρείο σου.
- Κατάλαβα Σταμάτη, το πιάνο έκανε τη δουλειά του.
- Δεν κατάλαβες ακόμα τίποτα. Η πληροφορία θα φτάσει πολύ εύκολα στον πατέρα
της και μετά ευκολότερα στη Μάρθα.
Πλησίαζε ο Αύγουστος, η ζέστη είχε αρχίσει να φουντώνει και από τα ανοιχτά παράθυρα
όλη η γειτονιά άκουγε τις μελωδίες από το πιάνο της εγγονής της Ιουλίας που και αυτή
κάποιον Αύγουστο πριν το μεγάλο μακελειό έμαθε πιάνο στην απ’ εκεί ακτή στο σπίτι του
Εμφιετζόγλου. Ο Ροβήρος μετά την πρώτη ψυχρολουσία της είδησης για την ερωτική του
επιθυμία για τη Φαίδρα έπιασε τα πρώτα τυπωμένα χαρτιά.
Το πρωί της Κυριακής, προπαραμονή της Παναγιάς, το σπίτι μύριζε κρέας κοκκινιστό. Στο
σιδερένιο τραπέζι η φρουτιέρα είχε τα ώριμα φρούτα του κήπου και το πρώτο ημιάγουρο
τσαμπί από τη σκιερή κληματαριά. Με αφορμή τη γιορτή της κόρης των Ζάχαρη στρώθηκε
ξανά το θερινό τραπέζι μαζεύοντας σαν τα σπουργίτια που βρήκαν ψίχουλα να
τσιμπολογήσουν, την ομάδα του πολύγραφου. Δυο μέρες νωρίτερα γιόρταζαν την
Παναγιώτα, αλλά ήταν μια καλή δικαιολογία λόγω της Κυριακής και μια εβδομάδα πριν τη
συγκέντρωση. Οι προκηρύξεις είχαν ετοιμασθεί και είχαν φτάσει στις τριάδες που θα
υμνούσαν την πρώτη αντιστασιακή δράση από τότε που έπιασαν στασίδι εξουσίας οι
αρβυλοφύλακες. Η Μάρθα έχοντας δεξιά και αριστερά τα δυο παιδιά της, έτρωγε και δεν
έτρωγε, τη λιάνιζε η αγωνία για το μετά.
Ο πολύγραφος ήταν ακόμα στο πλυσταριό, τα μελάνια είχαν λεκιάσει τα πλακάκια, το
μελάνωμα στο πλυσταριό ανίατο; Τα χαρτιά για την επόμενη φάση κρυμμένα στον
περιστερώνα της ταράτσας. Όλοι κάτι έφεραν για να τιμήσουν τη γιαγιά και την εγγονή της
οικογένειας Ζάχαρη. Η οικοδέσποινα το κρέας, η Μάρθα ένα ταψί με τυρόπιτα, με τυρί από
τον Τύρναβο, ο Λέανδρος μια νταμιτζάνα με κόκκινο από τη Νεμέα, πεσκέσι του πατέρα του
για τις διακρίσεις του στο ωδείο. Ο Χριστόφορος φοιτητής του Πολυτεχνείου, που είχε
αργήσει λίγο το πτυχίο, έφερε τα μάτια της Καίτης. Γαλανά, βαθειά όπως και τα χρώματα
της ιδεολογίας του πατέρα της, πρόεδρος εφετών στα Χανιά, έστελνε με συνοπτικές
διαδικασίες για ψήλου πήδημα τους νεολαίους και όχι μόνο της περιοχής, στα κρατητήρια,
άλλοτε της ασφάλειας για τα περαιτέρω και άλλοτε στις φυλακές Αλικαρνασσού. Η Μάρθα
είχε περάσει πλέον απέναντι. Ο πολύγραφος έπρεπε μετά το Σάββατο να μην ξανακοιμηθεί
στο σπίτι. Η σκάλα υπηρεσίας, στριφογυριστή, έφτανε στο πλυσταριό και ρίζωνε στο
πλακόστρωτο του κήπου. Ο περιστασιακός επισκέπτης, ανιψιός της Μάρθας, τελειόφοιτος
της Σιβητανιδείου Σχολής ήταν ο άνθρωπός της, αυτήν την κορυφαία στιγμή του βίου της.
Ανήμερα της Παναγιάς τον έκλεισε στο πλυσταριό με ό,τι σύνεργα είχε και τον εφοδίασε με
λεκάνες για τα άπλυτα και σεντόνια που είχε πλύνει την προηγούμενη. Ο ανιψιός έκανε
καλά τη δουλειά του, τον αποσυναρμολόγησε και κομμάτι κομμάτι τον μετέφερε με τη
λεκάνη και τα σεντόνια και τα έθαψε στον κήπο χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι. Πήρε τον
Ροβήρο, μπήκαν όλοι στη Μερσεντές, μοντέλο του ΄60 και επισκέφτηκαν τη θεία Μαριγώ
στις κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα.
Το χάρηκαν τα παιδιά από το πρωί έως το βράδυ στη θάλασσα και μετά να χώνουν τα
πρόσωπά τους στο καρπούζι, παιχνίδι και αυτό; Κράτησε μακριά το γιατρό από το
πλυσταριό μέχρι που έπεσαν οι προκηρύξεις και πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση.
Χάθηκαν όλοι, Δημητράκης, Λέανδρος, Χριστόφορος, Σταμάτης, έμεινε μόνο ο γιατρός με
την ολόλευκη ρόμπα να εξετάζει το στήθος της Φαίδρας, ίωση καλοκαιρινή αυτή τη φορά.
Η Ντόιτσε Βέλε περιέγραψε ακριβώς το γεγονός και άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις.
Περικύκλωσαν το σπίτι δυο τρία αυτοκίνητα της χωροφυλακής και καμιά εικοσαριά
παλικάρια του αστυνομικού τμήματος της περιοχής.
Ο γιατρός έντρομος έσταζε ιδρώτα, η Μάρθα σφιχταγκάλιαζε τις κόρες της, ο ανιψιός είχε
πάει στο κορίτσι του και ο πολύγραφος ρίζωνε στον κήπο. Ανεβοκατέβηκαν πολλές φορές
την εσωτερική σκάλα, ξεσκόνισαν όλο το σπίτι, ανακάτεψαν τα δωμάτια, άδειασαν τα
συρτάρια, ξιφολόγχησαν ακόμα και τα στρώματα. Ερωτήσεις αόριστες μα και πολύ
επίκαιρες στο γιατρό, στη Μάρθα, ακόμα και στις μικρές. Ζητούσαν τα πρόσωπα και της
δικής του τριάδας, αναφέροντας ασυνάρτητες φράσεις για το έθνος και την πατρίδα. Πάνω
στο μελάνωμα του πλυσταριού ένα καβαλέτο με πολλά πινέλα και χρώματα που
κρεμόντουσαν και πιτσίλιζαν ακόμα και τον τοίχο ανοίγοντας κρατήρες στα πλακάκια.
Μόλις έκλεισε η πόρτα και άκουσαν να φεύγει και ο τελευταίος από τους χωροφύλακες, ο
γιατρός είπε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Μάρθα και σωριάστηκε στο δάπεδο της σάλας.