“Γυρίζω και είμαι σαν ένα ρούχο παλιό φαγωμένο από μέσα”1
Αυτή την εσωτερικότητα του ποιητή, που βιώνει τη μνήμη του θανάτου με τον τρόπο της αφήγησης της ζωής, είναι ένα απ’ εκείνα που υμνωδεί στο έργο του, από την εποχή της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Τα Μαστίγια» που εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα μέχρι και σήμερα με τις «Λεζάντες για τ’ αόρατα» που κυκλοφόρησε το προηγούμενο έτος ο Ηλίας Κεφάλας.
“…Το χώμα σε δένει, λοιπόν, όχι μόνο με την χρηστικότητα του, που το κάνει πηγή ζωής, εχέγγυο δύναμης και πλούτου, αλλά και με χίλια δύο ερεθίσματα που προξενεί στα αισθήματα και τον ψυχικό σου κόσμο.”2
Είναι άξιο λόγου πως η φύση, το περιβάλλον, ο τόπος του ποιητή σηματοδοτεί την γραφή του και νοηματοδοτεί όλες τις ‘παραξενιές’ των ήχων της ποιητικής πεζογραφικής του παραγωγής.
Με ευρύ και άξιο αναζήτησης γλωσσικό μετάλλευμα, ο ποιητής περιγράφει τον πεζογραφικό ορίζοντα των ποιητικών του χαρακτηριστικών και ιστορεί με τον τρόπο του μελετητή της αυτοκρατορίας της φύσης τα ουσιώδη του βίου του .
Τα μικρά και τα μεγάλα, τα ιδιαίτερα και τα προφανή, τα αιώνια και τα εφήμερα της βιωμένης καθημερινότητας καθιστούν τα κείμενα του Ηλία Κεφάλα, εξαιρετικού κάλλους “ποιήματα” καθώς ο δημιουργός τους, τα αρματώνει με τον τρόπο που αρμάτωναν οι Καραβοκυραίοι, την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης κατά το 1821, τα ξύλινα σκαριά τους για να αντέξουν στην αρμύρα και τις αντάρες των πλόων στο Αιγαίο.
“Από ρωγμή σε ρωγμή ανέρχομαι
Μέσα στην πολυθρύλητη νύχτα
Ω η κόψη του λειψού φεγγαριού
Σαν δρεπάνι μου ματώνει το τράχηλο
Δεν θέλω άλλο ύψος
Ήδη ζω με τ’ όνειρο
Που δεν ήθελα ποτέ να δω”.3
Με λυγμούς και αγωνίες για τα επερχόμενα, θρηνεί τόσο για την ποίηση όσο για τα ποιήματα, αθωώνει τον βίου του ποιητή και μονολογεί ακροβατώντας στο εγώ και το εμείς μιας θνήσκουσας βιωτής.
“Αν είμαι ένα τραυματισμένο πουλί στο σύρμα
Kαι χάνω όλες τις αποδημίες
Φταίει θανάσιμα η ποίηση που με ποδηγετεί;”4
Ο Ηλίας Κεφάλας είναι από εκείνους τους “γραφιάδες” της γενιάς του που με το πολυσχιδές έργο του εννοιολογικά και κειμενικά καθιστά την λέξη κυρίαρχη στην ποιητική του αφήγηση δωρίζοντας στο ποίημα αρετές που το καθιστούν ποιητικό αφήγημα καθώς δημιουργεί σε κάθε αυτόνομο αναγνώστη ένα γεγονός που περιγράφει τόσο το γλωσσικό του ορίζοντα όσο και την μουσικότητα της ποιητικής του φόρμας.
Έχει φωνή ο Ηλίας Κεφάλας, ξεκάθαρη και εγνωσμένης ποιητικής αξίας.
Το ”χρηματιστήριο ” του χρόνου θα του απονείμει όλα εκείνα που θα το καταστήσουν στον επαρκή αναγνώστη του, ποιητή με ήθος και αξία γραφής.
Γνωρίζει το πώς και το γιατί των λέξεων γνωρίζει το πώς και το γιατί της καταγωγής τους γνωρίζει το πώς και το γιατί τις τίμησαν και τις δόξασαν οι γεννήτορες του.
Συρράφει με τα ποιητικά του κείμενα το χρόνο της γραφής στον Ελλαδικό χώρο με μια εξαιρετική συνέπεια με μια δυναμική που τον καθιστά ισότιμο συνομιλητή με τους ομότεχνους της σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης.
Αγωνιά για τα λεκτικά του “εργαλεία”, τα φροντίζει όπως ο μάστορας ξυλουργός περιποιείται τις πλάνες, τα κοπίδια, τις ξύστρες, τις φαλτσέτες επάνω στον πάγκο του, που
τα έχει στην σειρά και με την γνώση του ειδήμονα χωρίς πανικό αλλά με μια αρμονική κίνηση, τα ανασύρει, τους δίνει μοναδικότητα και σκαλίζει το δέντρο για να κάνει το εικονοστάσι της εκκλησίας του χωριού.
Έτσι και ο Ηλίας Κεφάλας με τον δικό του τρόπο δημιουργεί το εικονοστάσι της σύγχρονης ποίησης στον τόπο των Ελλήνων, σκαλίζοντας άλλοτε με το κοπίδι και άλλοτε με το νύχι το δικό του ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Η ΛΕΥΚΑ
Η λεύκα γέρνει κάτω να πεθάνει
μες στις αόρατες σπαθιές του ανέμου
που κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές του Αίμου
μέσα στο σύννεφο με το μελάνι
που βάφει μαύρη τ’ ουρανού την άκρη
κι αρχίζει η θύελλα να με ραπίζει
εμένα και τη λεύκα που θροΐζει
κι οι δυο ραγίζουμε στο ίδιο δάκρυ
Ξέρουμε όλα θα πεθάνουν κάπου
σ’ ένα φθινόπωρο αποσταμένο
μα εμένα η άνοιξη μ’ έχει πνιγμένο
μέσα στα φύλλα που θρηνούν του κάκου
και πέφτουν ασταμάτητα κομμένα
στο ρείθρο που καλεί κλεφτά κι εμένα 5
1.“ Η παλιά βροχή” «Λόγος για την αβεβαιότητα» εκδόσεις Αρμός ,1997
2.“ Χώμα, Χώματα” « Χώμα Χώματα» εκδόσεις Γαβριηλίδη 2007
3.“Άνωση” «Λεζάντες για τ’ αόρατα» εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016
4. “ Η ποίηση σε γονατίζει κι αδιαφορεί” «Λεζάντες για τ’ αόρατα» εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016
5. “ Η Λεύκα” «Λόγος για την αβεβαιότητα» εκδόσεις Αρμός ,1997
me levanté esta vez
sin la soga al cuello.
Al amanecer en la pérgola de agosto
la llegada de la suprema pérdida.
En este estío brotaron desde temprano
las flores del dondiego para engastarse
en gritos de dioses.
Con despedidas insolentes
pasiones ocultas,
me hallaste, reconciliación, en las cimas de la memoria
mujer anhelada mira
el nuevo plan del testamento
inscribo en la mazmorra de mi matriz.
Con el tiempo en la humildad monosilábica
los documentos de los diarios,
sobre la longitud de la cuerda
el coste y sus resistencias,
de esa manera se declararán
irreales los trenos de los dioses.
Empero las almillas del sol
quizá den soluciones
con una grandeza regia
al caos decapitado
que se arrastra por mis sueños
el estío ambulante de los potros a crédito
[1] Isla griega del Dodecaneso.